Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2010

Από φεις μπουκ

ΗΛΙΟΣ Ο ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ (1-27) του Μανώλη Α. Κατσούλη
Στην παρούσα σημείωση δημοσιεύω 4 ΜΕΡΗ (1-27)

ΜΕΡΟΣ α (1-6)

1
Ήλιε μου που σε φόρεσα και λάμπεις στο λαιμό μου
ξενύχτη μου και πορφυρέ γύφτε, που με μαγεύεις
άναψε τους ορίζοντες, φώτισε το μυαλό μου
μύστη, προφήτη, αίνιγμα, πάψε να με παιδεύεις

2
Γεράκι μεγαλόπρεπο, καθώς με αρμενίζεις,
βουνά, ποτάμια, θάλασσες, σπίθες πετροβολάνε,
λιόγερμα, ρόδισμα αυγής, φεγγάρι που χρυσίζεις
φλογολιστές και πειρατές εξήγηση ζητάνε.

3
Παρακαλώ σε, αετέ, τα φώτα σου μη σβήνουν,
γιατί χαλούν τις μυγδαλιές που βλέπει η Αστέρη
και θα μου λείψουν ακριβέ θροΐσματα που αφήνουν
στη χλόη τις διπλοσκιές και ποιος θα μου τις φέρει;

4
Στοχάζομαι τη γέννηση, το θάνατο κι ελπίζω
μαζί με μύριες αστραπές, άνθη μες τους αιώνες
δικαιοσύνης όαση να βρω και σου χαρίζω
δόξες, Ακρόπολες, Δελφούς, Μυκήνες, Παρθενώνες.

5
Αρματοφόρε άρχοντα που κτίζεις και γκρεμίζεις,
που χρωματίζεις τα φτερά ουράνιε διαβάτη
μια σκιά σου ζήτησα, χίλιες μου ζωγραφίζεις
με ερυθρόδερμα πουλιά και ωχρή οφθαλμαπάτη.

6
Παρακαλώ σε δέσποτα μην μπεις στο παραθύρι,
που έχει το μονάκριβο χρυσό και ασημένιο
μην σκιάζεις το κατώφλι της, βοήθησε να γείρει,
παρθενικό, γλυκύτατο, πετράδι σμαραγδένιο.


ΜΕΡΟΣ β 7-12

7
Πάμε αχτιδοφλέβες μου, Σταγόνες του Γενάρη
στις πυραμίδες μυστικά θέλω να εξερευνήσω,
σκιά, ρολόι, δείκτη μου, φύσηξε μου τη χάρη
στα πιο γαλήνια νέφη σου σημαίες ν' ανεμίσω.

8
Σε γνώρισα σαν γεωργό, σαν τον γιατρό, μα είδα,
εκείνο το αριστούργημα διπλός διπλός σαν βγήκες,
τότε αηδόνι έγινα και έγινες αχτίδα,
σε μια ολόκληρη ζωή λίγες στιγμές αντρίκες.

9
Να μην θυμώσει ο αδερφός, οι γείτονες να πάψουν,
του νότου οι κυπαρισσιές μην γείρουν τα κλαδιά τους,
του άνεμου κακογλωσσιές τα σπάρτα να μην κάψουν,
σαν τον κισσό σ’ αγκάλιασα να σβήνω την φωτιά τους.

10
Μου χάρισες απλόχερα χαρούμενο αέρα,
λουλούδισες τη νιότη μου, μ’ έντυσες τα καλά μου,
το ελάφι μου ξεδίψασες μια νύχτα κι όχι μέρα
μεσονυχτιάτικε φίλε μου, δάσκαλε και ήρωα μου.

11
Και σ’ αγαπώ αντάρτη μου, κλαίω απ’ την χαρά μου
όταν στη θάλασσα γλυκός, βουλιάζεις και νυχτώνεις,
όταν πίσω απ’ τα σύννεφα χτενίζεσαι κρυφά μου,
και απ το τέλος την αρχή όταν ξαναφυτρώνεις.

12
Και σ’ αγαπώ. Ναι σ’ αγαπώ, τώρα που σκοτεινιάζει,
που ‘σαι στ’ άσπρα σεντόνια σου και πλέκεις τα όνειρα σου,
να σε μακριά στο Βόσπορο ποια μοίρα το προστάζει,
φυλακισμένος καρτερώ το κρυφό φίλημα σου.


ΜΕΡΟΣ γ 13-18

13
Μα πιότερο σ’ αγάπησα ένα πρωινό φευγάτο
που μια ευχή σου έκανα κι άστραψες ζωγραφιά μου
και νόημα μου έγνεψες, γέλιο καλοσυνάτο
ύστερα το επαλήθεψες και καψες την καρδιά μου

14
Σειρήνα χρυσοξάνθηνη που όλα τα γνωρίζεις
τον πόλεμο και τις πληγές μπορείς κι αν θες γιατρεύεις
βοήθησε το άστρο μας που μόνο εσύ φωτίζεις
με θρύλους σε χορτάσαμε, θυσίες μας γυρεύεις.

15
Αχ έρωτα με μια θεά φτωχού βοσκού και μένα
στα όνειρα τερπνότατη με έχουνε βυθίσει
τρέχω στις όχθες ποταμών και βρίσκω μαγεμένα
λαλήματα ερωτικά και ποιος θα μου τα σβήσει;

16
Πέρασες απ’ την άπω ανατολή της σμύρνας ιερέα
άρωμα λουλουδιών λοτού, μονάρχη των πανθήρων
φτερούγισμα του ρολογιού, πανέμορφε δρομέα
γέννηση, γάμε, θάνατε, γραφίδα των παπύρων.

17
Αερικά περιπολούν των Αχνατών οι στίχοι
δένουν με μάγια την αυγή του Νείλου τις λαφίνες
με σκαραβαίους φυλακτό σκάβουν, σαν τυμβωρύχοι
όσο μακριά είσαι εσύ τόσο κοντά είναι κείνες.

18
Πήρες στην πιο ψηλή κορφή τον άνεμο μαζί σου
έχτισες το παλάτι σου, ρίχνεις τους κεραυνούς σου
φυλακισμένη κι έρημη θρηνώ την βούληση σου.
και αναρωτιέμαι η δυστυχής, τι άλλο έχει ο νους σου;


ΜΕΡΟΣ δ (19-27)

19
Εσύ που πλάθεις τα παιδιά, μερώνεις να μην κλαίνε
δίσκε ζωής, αρχή ζωής, πες μου την θέληση σου
άνοιξε τους αιόλους σου, σβήσε να μη με καίνε
οι πύρινες κηλίδες σου. Δύσε και εξηγήσου.

20
Ω! Άκουσε τις προσευχές των δέντρων που ανθίζουν
λευκά κόκκινα πέταλα στο χώμα τιναγμένα
οι θρήνοι μου τα σκόρπισαν και βάραθρα γεμίζουν
της νιότης μου οδυνηρά βάσανα ματωμένα.

21
Τεχνίτες έβαψαν χρυσό και βάφτισαν τ’ αστέρια
σημαίες καρφωθήκανε πάνω και στο φεγγάρι
Παρ’ ένα τριαντάφυλλο και με τα δυο σου χέρια
φύτεψε το στα πλάτια του άλλος να μην το πάρει.

22
Άκου που βράζουν οι σεισμοί στα βάθη του πελάγους
και αστραπές και κεραυνοί πέφτουν και καταιγίδες
λεβάντες απ’ την έρημο φέρνει ανθρωποφάγους.
Τίποτα συ δεν άκουσες και τίποτα δεν είδες;

23
Πέπλα οδύνης , άχρωμες σκιές μ’έχουν δικάσει.
Του Προμηθέα τα όρνεα περνούν σαν περιστέρια.
Ο Πλάτωνας ένας τρελός, δικαίως θα πεινάσει.
Χωρίς την γη με μούντζωναν του Άτλα τα δυο χέρια.

24
Κάτω απ’ του σήμερα τ’ απαίσιο φουστάνι
ζει του πολέμου ο αχός και ο θάνατος εδρεύει
Μα, σαν αγριολούλουδα νεανικό μποστάνι
δικό σου άγιο φως, λεβέντικα γυρεύει.

25
Στις εκκλησιές περιπολούν με ράσα ματωμένα.
Του κόσμου τα πεντάγωνα οργή περιτοιχίζουν.
Υποκρισίας μάστορες, καπέλα διεφθαρμένα,
την τραγωδία της ζωής υμνούν και φαφλατίζουν.

26
Εδώ Βοριάς εκεί Νοτιάς! Που είναι ο Πάπας; Νάτος!
Κηρύσσει αγιότητα αγγελικού θανάτου.
Στις πεδιάδες του Χρυσού φουσκώνει ο χορτάτος
Στην πεινασμένη Αφρική λιάζονται τ’ αχαμνά του.

27
Σε οργανισμούς χωρίς φωνή πάλι συνεδριάζουν
κι όλο για δικαιώματα ανθρώπινα μιλάνε
στις εκκλησιές ευλαβικά τα όπλα μας αγιάζουν
Χριστέ μου με ευρωδόλαρα διαρκείας σε πουλάνε.

ΜΑΝΩΛΗΣ Α. ΚΑΤΣΟΥΛΗΣ

Το έργο αυτό έχει σύνολο 130 στίχους.
Σε άλλη σημείωση μου θα δημοσιευτεί η συνέχεια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Συνεργάτες